ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
[Seite 412] ion. = οὔπως.
οὔκως: Ἰων. ἀντὶ οὔπως.
ion. c. οὔπως.
οὔκως (Α)ιων. τ. βλ. οὔπως.