οστεοϊχθύς
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
Greek Monolingual
και, εσφ., οστεϊχθύς, -ύος, ο
συν. στον πληθ. οι οστεοϊχθύες
ζωολ. υποσυνομοταξία ιχθύων στην οποία ανήκουν όλα τα ψάρια με οστεοποιημένο εσωτερικό σκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteichthyes < oste- (< ὀστέον / ὀστοῦν) + ἰχθύς. Ο τ. οστεϊχθύς αντί του ορθού οστεοϊχθύς].