ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].