οφθαλμότεγκτος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].