οφθαλμοστρόφος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα»)
2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» — νευρική κρίση κατά τη διάρκεια της οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών.