ὀφρύη, ιων. τ., και δωρ. τ. ὀφρύα, ἡ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «ὀφρύηχῶμα, λόφος, αἱμασιά»2. (στην αιτ. και δ. τ.) ὀφρύγηνπρόχωμα, όχθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κατάλ. -η].