οφθαλμολογία
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
η
η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις του οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologie (< οφθαλμός + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].