Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ὀψολόγος, -ον (Α)
αυτός που πραγματεύεται σχετικά με τα εδέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -λόγος].