ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ὀψωνῶ, -έω (Α) οψώνης1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.