ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Full diacritics: πάζιον | Medium diacritics: πάζιον | Low diacritics: πάζιον | Capitals: ΠΑΖΙΟΝ |
Transliteration A: pázion | Transliteration B: pazion | Transliteration C: pazion | Beta Code: pa/zion |
τό, a gem, Hsch., Cyr.
πάζιον, τὸ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου, το τοπάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τοπάζιον που παραδίδεται από τον Ησύχιο (πρβλ. ταβάσιος, βάσιον)].