παθογένεια
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
η
ιατρ. η μελέτη της διαδικασίας με την οποία τα διάφορα παθογόνα αίτια προκαλούν τις νόσους στον οργανισμό, αλλ. παθογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogenie (< πάθος -γένεια < -γενής < γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Μομφερράτο].