παθογένεια

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

η
ιατρ. η μελέτη της διαδικασίας με την οποία τα διάφορα παθογόνα αίτια προκαλούν τις νόσους στον οργανισμό, αλλ. παθογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogenie (< πάθος -γένεια < -γενής < γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Μομφερράτο].