παίστης
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ου, ὁ,
A player, executant, PGen.73.5 (ii/iii A. D.).
Greek Monolingual
παίστης, ο (Α)
εκτελεστής μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ-παισ-α) + επίθημα -της].