παιωνίς
From LSJ
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
[Seite 444] ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τέχνη, Arzneikunst, Sp., wie S. Emp. adv. gramm. 51. So heißen auch die Nymphen, Orph. H. 50, 14.
παιωνίς: -ίδος, = τῷ προηγ., Σέξτ. Ἐμπειρ. σ. 226, 31.
παιωνίς, ἡ (Α)
(ανώμ. τ.) βλ. παιώνιος.