πάλλικες

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

πάλλικες, οἱ (Μ)
νεαροί που προσλαμβάνονταν από τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του βυζαντινού στρατού, οι οποίοι τους συντηρούσαν ως υπηρέτες, αλλ. παλληκάρια, παίδες, ζάγδαροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. του τ. πάλλαξ / πάλληξ.