παναιγλήεις

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A all-shining, κῆπος AP9.806.

German (Pape)

[Seite 456] εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναιγλήεις: εσσα, εν, ὅλως λάμπων, κατάλαμπρος, κῆπος Ἀνθ. Π. 9.806.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tout à fait brillant.
Étymologie: πᾶν, αἴγλη.

Greek Monolingual

παναιγλήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰγλήεις (< αἴγλη)].