πανία
English (LSJ)
ἡ,
A = πλησμονή, and πάνια, τά, = πλήσμια, Dorian words, Dinol.6, Rhinth.1, Blaes.1.
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, bei den Messapiern = πλησμονή u. πάνια, τά, = πλήσμια, Ath. III, 111 c.
Greek (Liddell-Scott)
πανία: ἡ, = πλησμονή, καὶ πάνια, τὰ, = πλήσμια, διαλεκτικοὶ τύποι, Δεινόλοχος παρ’ Ἀθην. 111C.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πλησμονή, περίσσεια, αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την λ. πανός (Ι)].