πανία

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ἡ,

   A = πλησμονή, and πάνια, τά, = πλήσμια, Dorian words, Dinol.6, Rhinth.1, Blaes.1.

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, bei den Messapiern = πλησμονή u. πάνια, τά, = πλήσμια, Ath. III, 111 c.

Greek (Liddell-Scott)

πανία: ἡ, = πλησμονή, καὶ πάνια, τὰ, = πλήσμια, διαλεκτικοὶ τύποι, Δεινόλοχος παρ’ Ἀθην. 111C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πλησμονή, περίσσεια, αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με την λ. πανός (Ι)].