πανεράσμιος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
πανεράσμιος: -α, -ον, ὁ πάνυ ἐράσμιος, ἢ ὁ κατὰ πάντα ἐράσμιος, Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Μ
εξαιρετικά αγαπητός, πολυπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐράσμιος «αξιαγάπητος»].