πανεράσμιος

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek (Liddell-Scott)

πανεράσμιος: -α, -ον, ὁ πάνυ ἐράσμιος, ἢ ὁ κατὰ πάντα ἐράσμιος, Μιχαὴλ Σύγγελος εἰς Διον. Ἀρεοπ. 386, 7.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
εξαιρετικά αγαπητός, πολυπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐράσμιος «αξιαγάπητος»].