παπουτσής
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
και παπουτσάς, ο παπούτσι
1. κατασκευαστής ή πωλητής υποδημάτων, υποδηματοποιός
2. επιδιορθωτής υποδημάτων, τσαγγάρης.