Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Full diacritics: παραβαλλέταιρος | Medium diacritics: παραβαλλέταιρος | Low diacritics: παραβαλλέταιρος | Capitals: ΠΑΡΑΒΑΛΛΕΤΑΙΡΟΣ |
Transliteration A: paraballétairos | Transliteration B: paraballetairos | Transliteration C: paravalletairos | Beta Code: paraballe/tairos |
ὁ, (
A παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.
ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].