παραδόχιμος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ον,
A hereditary, ἱερεῖς PTeb.298.10 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
-ον, Α
κληρονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραδοχή + κατάλ. -ιμος (πρβλ. εμβόλ-ιμος)].