παραιφάσσει
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῑ καὶ τὰ ὅμοια».
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Full diacritics: παραιφάσσει | Medium diacritics: παραιφάσσει | Low diacritics: παραιφάσσει | Capitals: ΠΑΡΑΙΦΑΣΣΕΙ |
Transliteration A: paraiphássei | Transliteration B: paraiphassei | Transliteration C: paraifassei | Beta Code: paraifa/ssei |
τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῖ καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τινάσσει, πηδᾷ, παρακινεῑ καὶ τὰ ὅμοια».