Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(I)οη αρσενική πάπια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπια, κατά τα αρσ. σε -ος].———————— (II)ό, Αβλ. πάππος.