A to be quite mad, Amips.10.
[Seite 489] = simpl., in VLL. Erkl. von παρασαβάζω.
παραμαίνομαι: ἀποθ., μαίνομαι ἐντελῶς, γίνομαι ὅλως μανιώδης, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 2.
Αείμαι εντελώς τρελός, παράφρονας.