παραπάνω
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
Greek Monolingual
και παραπάνου
επίρρ.
1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι»)
β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι»)
2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε»)
3. φρ. «με το παραπάνω» — περισσότερο από ικανοποιητικά, αρκετά, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- (ε)πάνω].