ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
-άω και -έω, Α
κρεμώ κάτι κοντά ή πάνω σε κάτι («παρήρτηται μάχαιραν», Πλούτ.
έχει κρεμασμένο μαχαίρι στο πλευρό του).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτῶ «κρεμώ»].