παράπλευρος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
[Seite 494] neben, an den Seiten (?).
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός.
επίρρ...
παραπλεύρως και -α
δίπλα, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].