παραστατικότητα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

η
1. η ικανότητα περιγραφής, απεικόνισης, παρουσίασης με άμεσο, ζωντανό και εκφραστικό τρόπο
2. η εκφραστικότητα, ζωηρότητα κατά την περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραστατικός. Η λ., στον λόγιο τ. παραστατικότης, μαρτυρείται από το 1885 στον Π. Βεργωτή].