παραστατικότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ικανότητα περιγραφής, απεικόνισης, παρουσίασης με άμεσο, ζωντανό και εκφραστικό τρόπο
2. η εκφραστικότητα, ζωηρότητα κατά την περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραστατικός. Η λ., στον λόγιο τ. παραστατικότης, μαρτυρείται από το 1885 στον Π. Βεργωτή].