παρενοχλώ
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
Greek Monolingual
παρενοχλῶ, -έω ΝΑ
ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τον αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται
νεοελλ.
στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» — ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς
αρχ.
1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου («ἀπήγγειλεν αὐτῇ ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ», ΚΔ)
2. ενοχλώ υπερβολικά («οἱ μισθοφόροι βοηθήσαντες παρενοχλῶσιν αὐτούς», Πολ.)
3. υποφέρω («παρηνωχλούμην ὑπὸ νευρικῆς διαθέσεως»).