παρεπικόπτω
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Greek Monolingual
Α
ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐπικόπτω «χτυπώ, κόβω, ειρωνεύομαι»].