παρτενέρ
Greek Monolingual
ο, η
1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι
2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα
3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire < αγγλ. partner].