πασιφανής
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ές, = foreg., Ἀρετά
A shining Virtue, B.12.176.
German (Pape)
[Seite 531] ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].