παρηγορητής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα
1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού 'ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.)
2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα
προσωνυμία της Παναγίας ως παραμυθίας τών χριστιανών στις θλίψεις και στα πένθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ. Η λ. παρηγορητής μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].