παρηγορητής
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Greek Monolingual
ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα
1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού 'ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.)
2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα
προσωνυμία της Παναγίας ως παραμυθίας τών χριστιανών στις θλίψεις και στα πένθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ. Η λ. παρηγορητής μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].