πατρογονικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο προγονικός, ο προερχόμενος από τον πατέρα, ο κληρονομημένος από τον πατέρα («πατρογονικά κτήματα» — τα κληρονομικά κτήματα)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρογονικά
οι πρόγονοι
3. φρ. «πατρογονικός νόμος»
βιολ. ο νόμος της πατρογονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γονικός (< -γονος < γόνος), πρβλ. προ-γονικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Μ. Βλαστό].