πατροφιστί

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Α
αναγραφή γυναίκας με το όνομα του πατέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προέρχεται από τη λ. πατήρ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιρρ. πατρόφι (πρβλ. επι-πατρόφιον «πατρώνυμο»)].