παλαιστής
From LSJ
English (LSJ)
(A), οῦ, ὁ, (παλαίω)
A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg.819b, Trag.Adesp.383.3, etc.; ἄνδρες π. Ar.Lys.1083; παῖδες π. CIG1969 (Thessalonica); σὺν σάκει . . π., of soldiers, S.Fr.859 (lyr.). 2 generally, rival, adversary, τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr.920; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph.431; λόχος . . ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp.704. 3 suitor, A.Ag. 1206.
πᾰλαιστής (B),
A v. παλαστή.