πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Α(αιολ. τ.) μεθέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. του μεθέπω < πεδά + ἕπω (I)].