ῥύτωρ
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
(A) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (A))
A one who draws, χρυσέων ῥ. τόξων, of Apollo, Ar.Th.108 (lyr.).
ῥύτωρ (B) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (B))
A saviour, deliverer, defender, πόλεως A.Th.318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG3.1171.6; ῥ. βουκολίων AP6.37; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib.9.351 (Leon.Alex.). III ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους, Hsch.