ῥύτωρ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
(A) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (A))
A one who draws, χρυσέων ῥ. τόξων, of Apollo, Ar.Th.108 (lyr.).
(B) [ῡ], ορος, ὁ, (ἐρύω (B))
A saviour, deliverer, defender, πόλεως A.Th.318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG3.1171.6; ῥ. βουκολίων AP6.37; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib.207 (Arch.): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib.9.351 (Leon.Alex.).
III ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
protecteur, défenseur.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ῥύομαι.
German (Pape)
1 ορος, ὁ, der Zieher, Spanner, χρυσέων τόξων, Apollo, Ar. Th. 108.
2 ορος, ὁ, Retter; λιμοῦ καὶ θανάτου, Erretter vom Hunger und Tode, Leon.Alex. 29 (IX.351); κόμης ῥύτωρ κεκρύφαλος, Ep.adesp. 115 (VI.280); βουκολίων, heißt Pan, 125 (VI.37), der Wächter, Beschützer.
Russian (Dvoretsky)
ῥύτωρ: ορος (ῡ) ὁ Aesch., Anth. = ῥυτήρ II.
ορος (ῡ) ὁ Arph. = ῥυτήρ I.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύτωρ: [ῡ], ρος, ὁ, (*ῥύω, ἐρύω) ὁ ἕλκων τι, ὡς τὸ ῥυτὴρ Ι, χρυσίων ῥ. τόξων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 108. ΙΙ. (ῥύομαι) σωτήρ, λυτρωτής, προστάτης, φύλαξ, πόλεως Αἰσχύλ. Θήβ. 318 (ἴδε ῥυτήρ ΙΙ)· σωφροσύνης ῥ καὶ βιότου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 969. 6· ῥ. βουκολίων Ἀνθ. Π. 6. 37· κεκρύφαλος ῥ. χαίτας αὐτόθι 6. 207· μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ὁ σῴζων ἢ λυτρώνων από τινος, λιμοῦ καὶ θανάτου αὐτόθι 9. 351.
Greek Monotonic
ῥύτωρ: [ῡ], -ορος, ὁ (ῥύομαι), σωτήρας, λυτρωτής, προστάτης, φύλακας, σε Αισχύλ., Ανθ.· τινός, αυτός που σώζει ή λυτρώνει από κάτι, στο ίδ.
Middle Liddell
ῥύ¯τωρ, ορος, ὁ, ῥύομαι
a saviour, deliverer, Aesch., Anth.; τινός from a thing, Anth.