Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστεγος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστεγος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, οἰκοδόμημα ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει πέντε στέγες ή πέντε οροφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάστεγον
οικοδόμημα στην Αντιόχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. τετρά-στεγος].