πεντάστεγος
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek (Liddell-Scott)
πεντάστεγος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στέγας ἢ ὀροφάς, ―τὸ πεντάστεγον, οἰκοδόμημα ἐν Ἀντιοχείᾳ, Θεοφάν. Χρον. σ. 147Β ἔκδ. Reg.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει πέντε στέγες ή πέντε οροφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάστεγον
οικοδόμημα στην Αντιόχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. τετρά-στεγος].