πεπλοθήκη
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
ἡ,
A wardrobe, IG22.1462.12.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η θήκη, ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν οι πέπλοι, ιματιοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + θήκη.