Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
πεντόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.
-ον, Ααυτός που έχει πέντε οφθαλμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].