Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
[Seite 560] τό, eine Art Wolfsmilch, Diosc.
πέπλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέπλος, ἴδε πεπλίς.
τὸ, Α πεπλίςυποκορ. του πεπλίς.