πενταφάρμακος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταφάρμᾰκος Medium diacritics: πενταφάρμακος Low diacritics: πενταφάρμακος Capitals: ΠΕΝΤΑΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pentaphármakos Transliteration B: pentapharmakos Transliteration C: pentafarmakos Beta Code: pentafa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of five drugs or ingredients : pentapharmacum, Hist. Aug.Hel.5.

German (Pape)

[Seite 557] aus fünf Giften od. Arzneimitteln bestehend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε φαρμάκων, δηλ. ἀρτυμάτων, τὸ πενταφάρμακον, ἔδεσμά τι μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Spartian. Ael. Ver. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για έδεσμα) αυτός που αποτελείται από πέντε ειδών αρτύματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταφάρμακον- είδος εδέσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + φάρμακον (πρβλ. τετρα-φάρμακος)].