περιγελώ
From LSJ
κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
περιγελῶ, -άω, ΝΜΑ
γελώ ή, γενικά, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις βάρος κάποιου, εμπαίζω, χλευάζω
νεοελλ.
εξαπατώ, ξεγελώ
αρχ.
γελώ από παντού («γέλασε δὲ πᾱσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.).