Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιδίνηση

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η / περιδίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιδινώ
περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῡ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου»)
νεοελλ.
(αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί κατακόρυφη σχεδόν κάθοδο με μεγάλη ταχύτητα και με ελικοειδή κίνηση.