οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
[Seite 573] (s. ἐθέλω), = ἀγαπάω, Hesych.
περιεθέλω: «περιήθελεν· ἠγάπα», καί, «περιηθέλησεν· ἠγάπησεν» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) αγαπώ.