περίθλαση
From LSJ
Greek Monolingual
η / περίθλασις, -άσεως, ΝΜΑ περιθλώ
το να πιεσθεί και να σπάσει κάτι ολόγυρα («περίθλαση οστού»)
νεοελλ.
φυσ. φαινόμενο της κυματικής το οποίο παρατηρείται όταν τα ακουστικά, οπτικά, ηλεκτρομαγνητικά κ.ά. κύματα, ανεξάρτητα από τη φύση τους, συναντούν εμπόδια ή ανοίγματα της ίδιας τάξης μεγέθους με το μήκος κύματός τους, και το οποίο συνίσταται στην διαταραχή του τρόπου διάδοσης τών κυμάτων, τα οποία, τότε, είτε περιρρέουν το εμπόδιο είτε απομακρύνονται από το άνοιγμα διασκορπιζόμενα προς όλες τις κατευθύνσεις.