ἵστημι

From LSJ
Revision as of 01:42, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵστημι Medium diacritics: ἵστημι Low diacritics: ίστημι Capitals: ΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: hístēmi Transliteration B: histēmi Transliteration C: istimi Beta Code: i(/sthmi

English (LSJ)

(cf. ἱστάω, ἱστάνω),    I causal, make to stand, imper. ἵστη Il.21.313, E.Supp.1230, καθ-ίστα Il.9.202: impf. ἵστην, Ep. ἵστασκε Od.19.574; 3pl. ἵσταν B.10.112: fut. στήσω, Dor. στᾱσῶ Theoc.5.54: aor. 1 ἔστησα, Ep. 3pl. ἔστᾰσαν for ἔστησαν dub. in Od.18.307, 3.182, 8.435, al. (v. ἔστᾰσαν): hence, in late Poets, ἔστᾰσας, ἔστᾰσε, AP9.714,708 (Phil.): aor. 1 Med. ἐστησάμην (never intr.), v. infr.A.111.2, 3: pf. ἕστᾰκα Cerc.3, (καθ-) Hyp.Eux.28, UPZ 112.5 (ii B.C.), (περι-) Pl.Ax.370d, (ἀφ-) LXXJe.16.5, (παρ-) Phld.Rh. 1.9S., al., (συν-) S.E.M.7.109; also ἕστηκα (v. infr.) in trans. sense, (δι-) Arist.Vent.973a18, (ἀφ-) v.l. in LXX l.c.; ἑστακεῖα trans. in Test.Epict.1.25.    II intr., stand,    1 Act., aor. 2 ἔστην, Ep. στάσκον Il.3.217; 3pl. ἔστησαν, more freq. in Hom. ἔσταν, στάν [ᾰ]; imper. στῆθι, Dor. στᾶθι Sapph.29, Theoc.23.38; subj. στῶ, Ep. 2 and 3sg. στήῃς, στήῃ (for στῇς, στῇ), Il.17.30, 5.598; 1pl. στέωμεν (as disyll.) 22.231, στείομεν 15.297; opt. σταῖεν, Ep. 3pl. σταίησαν 17.733; inf. στῆναι, Ep. στήμεναι 17.167, Od.5.414, Dor. στᾶμεν Pi.P.4.2; part. στάς: pf. ἕστηκα: plpf. ἑστήκειν, sts. with strengthd. augm. εἱστήκειν, as E.HF925, Ar.Av.513, Th.1.89, etc.; Ion. 3sg. ἑστήκεε Hdt. 7.152:—from Hom. downwds. the shorter dual and pl. forms of the pf. are preferred, ἕστᾰτον, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἑστᾶσι (IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.), etc.), in Hdt. ἑστέᾱσι; imper. ἕστᾰθι Aristomen. 5; subj. ἑστῶ; opt. ἑσταίην; inf. ἑστάναι, Ep. ἑστάμεν, ἑστάμεναι (ἑστηκέναι only late, as Ael.VH3.18); part. ἑστώς (ἑστηκώς rare in early Gr., Hdt.2.126, Pl.Men.93d, Lg.802c, Arist. (infr. B.11.2), Alex.126.16, εἱστηκότα IG12.374.179), fem. ἑστῶσα (not ἑστυῖα; but συνεστηκυιῶν prob. in Hp.Aër.10), neut. ἑστός Pl.Ti.40b, Tht. 183e, SIG1234 (Lycia), etc., (καθ-) POxy.68.32 (ii A.D.), (ἐν-) PRyl. 98 (a).10 (ii A.D.), (παρ-) Ar.Eq.564 (-ώς freq. v.l. as in Pl. and Ar. ll.cc., preferred by Choerob.in Theod.2.313); gen. ἑστῶτος; Ion. ἑστεώς, ἑστεός, ῶτος; Ep. ἑστηώς Hes.Th.747; dat. pl. ἑστηῶσι cj. in Antim.16.5, cf. Call.Dian.134; Hom. does not use the nom., but has gen. ἑστᾰότος, acc. ἑστᾰότα, nom. pl. ἑστᾰότες, as if from ἑσταώς: so also plpf. ἑστάτην, ἕστᾰμεν, ἕστᾰτε, ἕστᾰσαν: late pres. ἑστήκω, formed from pf., Posidipp. ap. Ath.10.412e: hence, fut. ἑστήξω Hom. Epigr.15.14, X.Cyr.6.2.17, Hegesipp.1.25, ἑστήξομαι X.Cyn.10.9 codd.    2 Pass., ἵσταμαι: imper. ἵστασο Hes.Sc.449, ἵστω S.Ph. 893, Ar.Ec.737: impf. ἱστάμην: fut. στᾰθήσομαι And.3.34, Aeschin. 3.103: more freq. στήσομαι Il.20.90, etc.: aor. ἐστάθην Od.17.463, etc.; rarely ἔστην, Dor. 3sg. ἔσστα SIG56.43 (Argos, v B.C.): pf. ἕσταμαι (δι-) v.l. in Pl.Ti.81d, κατεστέαται v.l. in Hdt.1.196. (From I.-E. sthā-, cf. Skt. sthā- (aor. á-sthā-t), Lat. stare, etc.; Gr. redupl. pres. and pf. fr. si-sthā-, se-sthā-.)    A Causal, make to stand, set up, πελέκεας ἑξείης Od.19.574; ἔγχος μέν ῥ' ἔστησε φέρων πρὸς κίονα he set it against the pillar, 1.127, cf. Il. 15.126; ἱ. ἱστόν set up the loom, or raise the mast (v. ἱστός 1 and 11); κρητῆρας στήσασθαι to have bowls set up, Od.2.431; θεοῖς . . κρητῆρα στήσασθαι in honour of the gods, Il.6.528; στῆσαί τινα ὀρθόν, στ. ὀρθὰν καρδίαν, Pi.P.3.53,96; ὀρθῷ στ. ἐπὶ σφυρῷ Id.I.7(6).13; ἐς ὀρθὸν ἱ. τινά E.Supp.1230; ὁ Ξανθίας τὸν φαλλὸν ὀρθὸν στησάτω Ar.Ach.243; ὀρθὸν οὖς ἵστησιν S.El.27; στῆσαι λόγχας, for battle, Id.Ant.145(lyr.); esp. raise buildings, statues, trophies, etc., ἱ. ἀνδριάντα Hdt.2.110; τροπαῖα S.Tr.1102; τροπαῖον ἱ. τῶν πολεμίων Isoc.4.150, cf.IG22.1457.26; τροπαῖον στησάμενοι X.HG2.4.7; τροπαῖον ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl.453; τὰ μακρὰ στῆσαι τείχη Th.1.69; ἱ. τινὰ χαλκοῦν set him up in brass, raise a brazen statue to him, D.13.21, 19.261 (so in pf., stand, οὗτος ἕστηκε λίθινος Hdt.2.141:—Pass., σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπία στάθητι Pl.Phdr.236b; σταθῆναι χαλκοῦς Arist.Rh.1410a33).    II set, place, of things or persons, τρίποδ' ἔστασαν ἐν πυρί Od.8.435, etc.; ὥς σ' ἄγχι γῆς στήσωσι Καδμείας S.OC399, etc.; fix, τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν γῆν Philostr.VA1.10; esp. set men in order or array, πεζοὺς δ' ἐξόπιθε στῆσεν Il.4.298, cf. 2.525, etc.; στῆσαί τινας τελευταίους X. Cyr.6.3.25, etc.    III bring to a standstill, stay, check, λαὸν δὲ στῆσον Il.6.433; νέας, ἵππους, ἡμιόνους στῆσαι, Od.3.182, Il.5.755, 24.350; μύλην στῆσαι to stop the mill, Od.20.111; στῆσεν ἄρ' (sc. ἡμιόνους) 7.4; στῆσε δ' ἐν Ἀμνισῷ (sc. νῆα) 19.188; βᾶριν Iamb.Myst.6.5; στῆσαι τὴν φάλαγγα halt it, X.Cyr.7.1.5; ἵστησι ῥοῦν Pl.Cra.437b, etc.; ἵ. τὴν ψυχὴν ἐπὶ τοῖς πράγμασιν ib.437a; στ. τὰ ὄμματα fix them, of a dying man, Id.Phd.118; στ. τὸ πρόσωπον compose the countenance, X.Cyr.1.3.9; στήσαντες ἐπὶ τούτων τὴν διήγησιν Plb. 3.2.6: esp. in Medic., ἵ. κοιλίαν Dsc.1.20; τὰς κοιλίας Philotim. ap. Orib.4.10.1; αἱμορραγίας Dsc.1.129: abs., Arist.HA605a29:—Med., ἱστάμενος τῷ νοσήματι Hp.Ep.19 (Hermes 53.65).    2 set on foot, stir up, κονίης . . ἱστᾶσιν ὀμίχλην Il.13.336; ἵστη δὲ μέγα κῦμα 21.313; νεφέλην ἔστησε Κρονίων Od.12.405, cf. Il.5.523; of battle, etc., φυλόπιδα στήσειν stir up strife, Od.11.314; ἔριν στήσαντες 16.292 (so intr. φύλοπις ἕστηκε the fray is on foot, Il.18.172):—also in Med., στησάμενοι δ' ἐμάχοντο ib.533, Od.9.54; πολέμους ἵστασθαι Hdt.7.9.β', 175, 236; so ἱστάναι βοήν A.Ch.885; κραυγήν E.Or.1529 (Pass., θόρυβος ἵσταται βοῆς arises, S.Ph.1263); also of passions and states of mind, μῆνιν, ἐλπίδα στῆσαι, Id.OT699, E.IA788(lyr.).    3 set up, appoint, τινὰ βασιλέα Hdt.1.97; τύραννον S.OT940, cf. OC1041, Ant.666:—Med., ἐστάσαντο τύραννον Alc.37A; φύλακας στησόμεθα Pl.R.484d:—Pass., ὁ ὑπὸ Δαρείου σταθεὶς ὕπαρχος Hdt.7.105, cf. IG 9(1).32.23 (Stiris, ii B.C.).    4 establish, institute, χορούς, παννυχίδα, Hdt.3.48, 4.76 (so στήσασθαι ἤθεά τε καὶ νόμους Id.2.35; ἀγῶνα h.Ap.150); στῆσαι χορόν, Ὀλυμπιάδα, ἑορτάν, Pi.P.9.114, O.2.3, 10(11).58; κτερίσματα S.El.433; χορούς B.10.112, D.21.51; οὐχ ὑγιῶς ἱστάμενος λόγον setting up a bad argument, Anon.Lond.26.34:—Pass., ἀγορὴ ἵσταταί τινι Hdt.6.58.    5 = Lat. statuere, determine, γνῶναι καὶ στῆσαι D.H.8.68; διαγεινώσκειν καὶ ἱστάναι Not. Arch.4.21 (Aug.):—Pass., τὰ ὑπό τινος σταθέντα OGI665.27 (Egypt, i A.D.); τὰ ἑσταμένα Wilcken Chr.167.27 (ii B.C.).    6 fix by agreement, ὁ σταθεὶς τόκος PGrenf.1.31.1 (i B.C.), cf. PFlor.14.11 (iv A.D.); τὸ ἑσταμένον ἐνοίκιον BGU253.15 (iii A.D.).    7 bring about, cause, ἀμπνοάν Pi.P.4.199; στῆσαι δύσκηλον χθόνα make its case desperate, A.Eu.825.    IV place in the balance, weigh, Il.19.247, 22.350, 24.232, Ar.V.40; [ἐκπώματα] Thphr.Char.18.7; ἀριθμοῦντες καὶ μετροῦντες καὶ ἱστάντες X.Cyr.8.2.21, etc.; ἱστάναι τι πρὸς ἀργύριον weigh a thing against silver, Hdt.2.65; ἀγαθὸς ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt.356b; τὸ ἐγγὺς καὶ τὸ πόρρω στήσας ἐν τῷ ζυγῷ ibid., cf. Lys.10.18; ἐπὶ τὸ ἱστάναι ἐλθεῖν have recourse to the scales, Pl.Euthphr.7c:—Pass., ἵστασθαι ἐπὶ ζυγοῦ Arr.Epict.1.29.15; σταθείς weighed, IG11(2).161B113 (Delos, iii B.C.).    2 weigh out, pay, LXX 3 Ki.21.39, cf. Za.11.12, Ev.Matt.26.15.    B Pass. and intr. tenses of Act., to be set or placed, stand, Hom. etc., ἀγχοῦ, ἆσσον, Il.2.172, 23.97; ἄντα τινός 17.30; ἐς μέσσον Od.17.447; σταθεὶς ἐς μέσον Hdt.3.130; ἀντίοι ἔσταν, ἐναντίοι ἔστησαν, Il.1.535, Od.10.391: prov. of critical circumstances, ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς Il.10.173: freq. merely a stronger form of εἶναι, to be in a certain place or state, ἀργύρεοι σταθμοὶ ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ Od.7.89, etc.; ἑστάτω for ἔστω, S.Aj.1084; τὰ νῦν ἑστῶτα,= τὰ νῦν, Id.Tr.1271 (anap.); ἐμοὶ δ' ἄχος ἕστᾱκεν Id.Aj.200(lyr.): with Adv., ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, ἵν' ἕστ. χρείας, in what case or need we are, Id.Tr.1145, OT1442; ποῦ τύχης ἕστηκεν; Id.Aj.102; later also ἀδίκως, ὀρθῶς, εὐλαβῶς ἵστασθαι, behave wrongly, etc., Plb.18.3.2, 33.6.3, 18.33.4.    2 take up an intellectual attitude, ὡς ἵστασθαι δεῖ περὶ χρημάτων κτήσεως Phld.Oec.p.38J.; οὐκ ὀρθῶς ἵ. Id.Rh.1.53S.    3 in pregnant sense, στῆναι ἐς . . Hdt.9.21; στ. ἐς δίκην E.IT962; στ. παρά τινα Il.24.169 (but οἱ μὴ στάντες παρὰ τὰ δεινά those who did not face the danger, D.H.9.28): c. acc. loci, τί τοῦτ' αἰθερίαν ἕστηκε πέτραν; E.Supp.987 (lyr.); στῆτε τόνδε τρίβον Id.Or.1251:c. acc. cogn., ποίαν μ' ἀνάστασιν δοκεῖς . . στῆναι; S.Ph.277.    II stand still, halt, ἀλλ' ἄγε δὴ στέωμεν Il.11.348, cf. Od.6.211, 10.97; opp. φεύγω, 6.199, etc.; stand idle, Il.4.243, al.; ἑστάναι to be stationary, opp. κινεῖσθαι, Pl.R.436c, etc.; κατὰ χώρην ἑστάναι Hdt.4.97; οὐ μὴν ἐνταῦθ' ἕστηκε τὸ πρᾶγμα does not rest here, D.21.102, cf. 10.36; ἐὰν ἡ κοιλία στῇ if the bowels are constipated, Arist.HA588a8: c. part., οὐ στήσεται ἀδικῶν D.10.10; come to a stop, rest satisfied, ἄν τις ὀρθῶς ἐπιβάλῃ, ἔπειτα σταθῇ Epicur. Fr.423; οὐχ ἱστάμενοι Plot.3.1.2: impers., ἵσταται there is a stop, one comes to a stop, Arist.APr.43a37, al.; οὐκ ἔστη ἐνταῦθα κακοῖς γενομένοις ἀποθανεῖν Plot.3.2.8; also ἵστασθαι μέχρι τοῦ γένους Them.in APo. 55.8,al.    2 metaph., stand firm, X.HG5.2.23; τῇ διανοίᾳ Plb.21.11.3; of arguments or propositions, hold good, Phld.Rh.1.83, 2.192 S.: part., ἑστηκώς fixed, stable, Arist.GA776a35, EN1104a4, Metaph. 1047a15; δεῖ τὸ κρίμα ἑστηκὸς καὶ κύριον εἶναι SIG826ii29 (Delph., ii B.C.); λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής Plb.3.105.9; τέχναι οὐκ ἔχουσαι τὸ ἑστηκός, ἀλλὰ τὸ στοχαστικόν Phld.Rh.1.71S.(so Adv. ἑστηκότως, opp. στοχαστικῶς, ib.70S.), cf. Iamb.Protr.21.κ'; χρεία ἑστηκυῖα καὶ τεταγμένη Plb.6.25.10; ἑστηκότα θεωρήματα, ἑστηκότες σκοποί, Phld.Rh.1.2S., Po.5.22; of age, ἑστηκυῖα ἡλικία Pl.Lg.802c; τιμαὶ ἑστηκυῖαι fixed prices, PTeb.ined.703.177.    III to be set up or upright, stand up, rise up, κρημνοὶ ἕστασαν Il.12.55; ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν 24.359, cf. A.Th.564(lyr.), Pl.Ion535c, etc.; κονίη ἵστατο Il.2.151; ἵστατο κῦμα 21.240; of a horse, ἵστασθαι ὀρθός to rear, Hdt.5.111; ἵστασθαι βάθρων from the steps, S.OT143.    2 to be set up, erected, or built, στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.435; ἕστακε τροπαῖον A. Th.954(lyr.); μνημεῖον Ar.Eq.268, etc.; v. supr. A.11.    3 generally, arise, begin, ἵστατο νεῖκος Il.13.333; cf. A. 111.2.    4 in marking Time, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο when spring is not long begun, Od.19.519; ἕβδομος ἑστήκει μείς the seventh month was begun, Il. 19.117; τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ' ἱσταμένοιο as one month ends and the next begins, Od.14.162, cf. Hes.Op.780; later μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων, first in Hdt.6.57, 106, cf. And.1.121, Aeschin.3.67; σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται Pl.Phdr.242a.    5 to be appointed, στῆναι ἐς ἀρχήν Hdt.3.80; v. supr. A.111.3.